Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstipèndio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stiˈpɛndjo] ο μισθός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaumento [αρσ.] di stipendio = η αύξηση μισθού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |