stiracchiaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stirakkjaˈmento]
1 παραποίηση
2 διαστρέβλωση
3 διάταση
4 μικρολογία
5 διαξιφισμός
6 παραμόρφωση
7 τέντωμα
8 τάνυση
9 ένταση
10 φορτσάρισμα
11 συμπίεση
12 παζάρεμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stirakkjaˈmento]
1 παραποίηση
2 διαστρέβλωση
3 διάταση
4 μικρολογία
5 διαξιφισμός
6 παραμόρφωση
7 τέντωμα
8 τάνυση
9 ένταση
10 φορτσάρισμα
11 συμπίεση
12 παζάρεμα
permalink
stiracchiamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android