Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stiràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stiˈradʤo]

1 ξεστράβωμα
2 ίσιωμα κατσαρών μαλλιών
3 ζόρισμα
4 τέντωμα
5 τσίτωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stiracchiatura stiramaniche  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stiracchiare (ρ.αμτβ.)
stiracchiare (ρ. μτβ.)
stiracchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
stiracchiato (επίθ.)
stiracchiatura (θηλ.ουσ)
stiraggio (ουσ αρσ )
stiramaniche (ουσ αρσ )
stiramento (ουσ αρσ )
stirare (ρ. μτβ.)
stirarsi (ρ.μ. (αντων.))
stirata (θηλ.ουσ)
stiratoio (ουσ αρσ )
stiratore (ουσ αρσ )
stiratrice (θηλ.ουσ)
stiratura (θηλ.ουσ)
stireria (θηλ.ουσ)
stirizzire (ρ. μτβ.)
stirizzirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
stiro (ουσ αρσ )
stirolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---