Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstiracchiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [stirakˈkjare] 1 τεντώνω όσο παίρνει 2 ζορίζω 3 τεντώνω 4 διαστρεβλώνω 5 διαστρέφω 6 παραμορφώνω 7 τεζάρω 8 εντείνω 9 εκτείνω 10 απλώνω 11 παρατραβώ 12 παρατραβάω 13 παρατεντώνω stiracchiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stirakˈkjare] παζαρεύω stiracchiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [stirakˈkjarsi] τεντώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |