Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stiracchiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stirakˈkjato]

1 παραμορφωμένος
2 παρατραβηγμένος
3 τραβηγμένος στα όρια
4 τσιτωμένος
5 ζορισμένος
6 τεντωμένος
7 πιεσμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stiracchiarsi stiracchiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stiracalzoni (ουσ αρσ )
stiracchiamento (ουσ αρσ )
stiracchiare (ρ.αμτβ.)
stiracchiare (ρ. μτβ.)
stiracchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
stiracchiato (επίθ.)
stiracchiatura (θηλ.ουσ)
stiraggio (ουσ αρσ )
stiramaniche (ουσ αρσ )
stiramento (ουσ αρσ )
stirare (ρ. μτβ.)
stirarsi (ρ.μ. (αντων.))
stirata (θηλ.ουσ)
stiratoio (ουσ αρσ )
stiratore (ουσ αρσ )
stiratrice (θηλ.ουσ)
stiratura (θηλ.ουσ)
stireria (θηλ.ουσ)
stirizzire (ρ. μτβ.)
stirizzirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---