Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stiratrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stiraˈtriʧe]

1 πλαίσιο σιδερώματος - τεντώματος υφασμάτων
2 πλύστρα
3 σιδερώτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stiratore stiratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stirare (ρ. μτβ.)
stirarsi (ρ.μ. (αντων.))
stirata (θηλ.ουσ)
stiratoio (ουσ αρσ )
stiratore (ουσ αρσ )
stiratrice (θηλ.ουσ)
stiratura (θηλ.ουσ)
stireria (θηλ.ουσ)
stirizzire (ρ. μτβ.)
stirizzirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
stiro (ουσ αρσ )
stirolo (ουσ αρσ )
stirpe (θηλ.ουσ)
stitichezza (θηλ.ουσ)
stitico (αρσ. επίθ και ουσ)
stiva (θηλ.ουσ)
stivaggio (ουσ αρσ )
stivalaio (ουσ αρσ )
stivalata (θηλ.ουσ)
stivalato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---