Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stìrpe  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstirpe]

1 σειριά
2 πατριά
3 καταγωγή
4 φύτρα
5 ρίζα
6 προέλευση
7 ράτσα
8 γένος
9 γενιά
10 γενεαλογία
11 σόι
12 οικογένεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stirolo stitichezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stireria (θηλ.ουσ)
stirizzire (ρ. μτβ.)
stirizzirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
stiro (ουσ αρσ )
stirolo (ουσ αρσ )
stirpe (θηλ.ουσ)
stitichezza (θηλ.ουσ)
stitico (αρσ. επίθ και ουσ)
stiva (θηλ.ουσ)
stivaggio (ουσ αρσ )
stivalaio (ουσ αρσ )
stivalata (θηλ.ουσ)
stivalato (επίθ.)
stivale (ουσ αρσ )
stivaleria (θηλ.ουσ)
stivaletto (ουσ αρσ )
stivalone (ουσ αρσ )
stivare (ρ. μτβ.)
stivatore (ουσ αρσ )
stivatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---