Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstìrpe
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈstirpe] 1 σειριά 2 πατριά 3 καταγωγή 4 φύτρα 5 ρίζα 6 προέλευση 7 ράτσα 8 γένος 9 γενιά 10 γενεαλογία 11 σόι 12 οικογένεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |