Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stivalóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stivaˈlone]

1 μπότα που ξεπερνά το γόνατο
2 μπότα ψηλή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stivaletto stivare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stivalata (θηλ.ουσ)
stivalato (επίθ.)
stivale (ουσ αρσ )
stivaleria (θηλ.ουσ)
stivaletto (ουσ αρσ )
stivalone (ουσ αρσ )
stivare (ρ. μτβ.)
stivatore (ουσ αρσ )
stivatura (θηλ.ουσ)
stizza (θηλ.ουσ)
stizzire (ρ.αμτβ.)
stizzire (ρ. μτβ.)
stizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
stizzito (επίθ.)
stizzosamente (επίρ.)
stizzoso (επίθ.)
stoa (θηλ.ουσ)
stocastico (επίθ.)
stoccafisso (ουσ αρσ )
stoccaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---