Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstivalóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stivaˈlone] 1 μπότα που ξεπερνά το γόνατο 2 μπότα ψηλή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |