Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstizzìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stitˈtsito] 1 οργισμένος 2 οργίλος 3 εκνευρισμένος 4 νευριασμένος 5 θυμωμένος 6 αγανακτισμένος 7 εξοργισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |