ItalianoGreco


stìzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstittsa]

1 ξέσπασμα θυμού περαστικό
2 κακή διάθεση
3 κακοκεφιά
4 θυμός
5 οργή
6 δυσανασχέτηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---