Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stìzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstittsa]

1 ξέσπασμα θυμού περαστικό
2 κακή διάθεση
3 κακοκεφιά
4 θυμός
5 οργή
6 δυσανασχέτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stivatura stizzire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stivaletto (ουσ αρσ )
stivalone (ουσ αρσ )
stivare (ρ. μτβ.)
stivatore (ουσ αρσ )
stivatura (θηλ.ουσ)
stizza (θηλ.ουσ)
stizzire (ρ.αμτβ.)
stizzire (ρ. μτβ.)
stizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
stizzito (επίθ.)
stizzosamente (επίρ.)
stizzoso (επίθ.)
stoa (θηλ.ουσ)
stocastico (επίθ.)
stoccafisso (ουσ αρσ )
stoccaggio (ουσ αρσ )
stoccata (θηλ.ουσ)
stoccatore (ουσ αρσ )
stocco (ουσ αρσ )
stock (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---