Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstizzìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [stitˈtsire] 1 θυμώνω 2 οργίζομαι 3 εξοργίζομαι stizzìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stitˈtsire] εξοργίζω κάποιον stizzirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [stitˈtsirsi] 1 θυμώνω 2 οργίζομαι 3 εξοργίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |