Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stivalàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stivaˈlajo]

τσαγκάρης που φτιάχνει στιβάλια (μπότες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stivaggio stivalata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stirpe (θηλ.ουσ)
stitichezza (θηλ.ουσ)
stitico (αρσ. επίθ και ουσ)
stiva (θηλ.ουσ)
stivaggio (ουσ αρσ )
stivalaio (ουσ αρσ )
stivalata (θηλ.ουσ)
stivalato (επίθ.)
stivale (ουσ αρσ )
stivaleria (θηλ.ουσ)
stivaletto (ουσ αρσ )
stivalone (ουσ αρσ )
stivare (ρ. μτβ.)
stivatore (ουσ αρσ )
stivatura (θηλ.ουσ)
stizza (θηλ.ουσ)
stizzire (ρ.αμτβ.)
stizzire (ρ. μτβ.)
stizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
stizzito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---