Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stìpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstipo]

1 έπιπλο τηλεόρασης ή στερεοφωνικού
2 ερμάριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stipite stipola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stipendiato (επίθ.)
stipendio (ουσ αρσ )
stipettaio (ουσ αρσ )
stipetteria (θηλ.ουσ)
stipite (ουσ αρσ )
stipo (ουσ αρσ )
stipola (θηλ.ουσ)
stipolato (επίθ.)
stipsi (θηλ.ουσ)
stipulante (ουσ αρσ και θηλ.)
stipulante (επίθ.)
stipulare (ρ. μτβ.)
stipulato (επίθ.)
stipulazione (θηλ.ουσ)
stiracalzoni (ουσ αρσ )
stiracchiamento (ουσ αρσ )
stiracchiare (ρ.αμτβ.)
stiracchiare (ρ. μτβ.)
stiracchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
stiracchiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---