Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstipendiàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stipenˈdjato] μισθοδοτούμενος υπάλληλος stipendiàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stipenˈdjato] 1 μισθοδοτούμενος 2 μισθωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |