Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstìngere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈstinʤere] 1 ξασπρίζω 2 ξεβάφω 3 ξεθωριάζω 4 αποχρωματίζομαι stingersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ˈstinʤersi] ξεβάφω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |