Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstimolànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stimoˈlante] διεγερτικό stimolànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stimoˈlante] 1 ερεθιστικός 2 διεγερτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |