Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stimolànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stimoˈlante]

διεγερτικό

stimolànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stimoˈlante]

1 ερεθιστικός
2 διεγερτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stimatore stimolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stimabile (επίθ.)
stimabilità (θηλ.ουσ)
stimare (ρ. μτβ.)
stimato (επίθ.)
stimatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stimolante (ουσ αρσ )
stimolante (επίθ.)
stimolare (ρ. μτβ.)
stimolatore (ουσ αρσ )
stimolatore (επίθ.)
stimolazione (θηλ.ουσ)
stimolo (ουσ αρσ )
stincata (θηλ.ουσ)
stincatura (θηλ.ουσ)
stinco (ουσ αρσ )
stingere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stingersi (ρ.μ. (αντων.))
stinto (επίθ.)
stipa (θηλ.ουσ)
stipare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---