Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stimàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stiˈmabile]

1 έντιμος
2 γεραρός
3 ευυπόληπτος
4 ευπρεπής
5 αξιότιμος
6 πολύτιμος
7 εκτιμητός
8 αξιοσέβαστος
9 υπολογίσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stima stimabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stilobate (ουσ αρσ )
stilografica (θηλ.ουσ)
stilografico (επίθ.)
stiloide (επίθ.)
stima (θηλ.ουσ)
stimabile (επίθ.)
stimabilità (θηλ.ουσ)
stimare (ρ. μτβ.)
stimato (επίθ.)
stimatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stimolante (ουσ αρσ )
stimolante (επίθ.)
stimolare (ρ. μτβ.)
stimolatore (ουσ αρσ )
stimolatore (επίθ.)
stimolazione (θηλ.ουσ)
stimolo (ουσ αρσ )
stincata (θηλ.ουσ)
stincatura (θηλ.ουσ)
stinco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---