Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stimabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stimabiliˈta]

1 εντιμότητα
2 καλή υπόληψη
3 ευυποληψία
4 δυνατότητα εκτίμησης
5 δυνατότητα αποτίμησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stimabile stimare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stilografica (θηλ.ουσ)
stilografico (επίθ.)
stiloide (επίθ.)
stima (θηλ.ουσ)
stimabile (επίθ.)
stimabilità (θηλ.ουσ)
stimare (ρ. μτβ.)
stimato (επίθ.)
stimatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stimolante (ουσ αρσ )
stimolante (επίθ.)
stimolare (ρ. μτβ.)
stimolatore (ουσ αρσ )
stimolatore (επίθ.)
stimolazione (θηλ.ουσ)
stimolo (ουσ αρσ )
stincata (θηλ.ουσ)
stincatura (θηλ.ουσ)
stinco (ουσ αρσ )
stingere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---