Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stìlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstilo]

1 ύπερος
2 στιλέτο
3 στύλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stilnovo stilobate  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stillicidio (ουσ αρσ )
stilnovismo (ουσ αρσ )
stilnovista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
stilnovistico (επίθ.)
stilnovo (ουσ αρσ )
stilo (ουσ αρσ )
stilobate (ουσ αρσ )
stilografica (θηλ.ουσ)
stilografico (επίθ.)
stiloide (επίθ.)
stima (θηλ.ουσ)
stimabile (επίθ.)
stimabilità (θηλ.ουσ)
stimare (ρ. μτβ.)
stimato (επίθ.)
stimatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stimolante (ουσ αρσ )
stimolante (επίθ.)
stimolare (ρ. μτβ.)
stimolatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---