ItalianoGreco


stìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stiˈle]

το στιλ, το ύφος

stilè, stilé  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stiˈlɛ]

1 κομψός
2 μέσα στη μόδα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stile [αρσ.] libero = το ελεύθερο στυλ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---