Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stiˈle]

το στιλ, το ύφος

stilè, stilé  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stiˈlɛ]

1 κομψός
2 μέσα στη μόδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stilbo stilema  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stile [αρσ.] libero = το ελεύθερο στυλ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stilare (ρ. μτβ.)
stilata (θηλ.ουσ)
stilb (ουσ αρσ )
stilbite (θηλ.ουσ)
stilbo (ουσ αρσ )
stile (ουσ αρσ )
stilè, stilé (επίθ.)
stilema (ουσ αρσ )
stilettata (θηλ.ουσ)
stiletto (ουσ αρσ )
stilista (ουσ αρσ και θηλ.)
stilistica (θηλ.ουσ)
stilistico (επίθ.)
stilita (αρσ. επίθ και ουσ)
stilite (αρσ. επίθ και ουσ)
stilizzare (ρ. μτβ.)
stilizzato (επίθ.)
stilizzazione (θηλ.ουσ)
stilla (θηλ.ουσ)
stillante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---