Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstigmàtico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stigˈmatiko] 1 σημαδεμένος με στίγματα 2 αναστιγματικός 3 στιγματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |