ItalianoGreco


stéso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsteso]

1 εκτεταμένος
2 κρεμασμένος
3 ξαπλωμένος
4 απλωμένος
5 τεντωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---