Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsterzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [sterˈtsare] στρίβω το τιμόνι sterzàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sterˈtsare] 1 διαλύω σε διάλυμα 2 αναριεύω 3 αραιώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |