Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstertóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sterˈtore] 1 ρεγχασμός 2 ρόγχος 3 ροχάλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |