Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsterraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sterraˈmento] 1 εκσκαφή 2 εκχωμάτωση 3 εξόρυξη 4 ανασκαφή 5 ανόρυξη 6 διόρυξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |