Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsterpéto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sterˈpeto] 1 χαμηλή βλάστηση δάσους 2 περιοχή καλυμμένη με χαμόκλαδα 3 φρύγανα 4 χαμόκλαδα 5 θάμνοι και μικρά δέντρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |