Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sterpàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sterˈpaʎʎa]

1 φρύγανα
2 θάμνοι και μικρά δέντρα
3 χαμόκλαδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sterolo sterpaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sternocleidomastoideo (ουσ αρσ )
sternocleidomastoideo (επίθ.)
stero (ουσ αρσ )
steroide (ουσ αρσ )
sterolo (ουσ αρσ )
sterpaglia (θηλ.ουσ)
sterpaia (θηλ.ουσ)
sterpaio (ουσ αρσ )
sterpame (ουσ αρσ )
sterpazzola (θηλ.ουσ)
sterpeto (ουσ αρσ )
sterpo (ουσ αρσ )
sterposo (επίθ.)
sterramento (ουσ αρσ )
sterrare (ρ. μτβ.)
sterrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sterratore (ουσ αρσ )
sterro (ουσ αρσ )
stertore (ουσ αρσ )
stertoroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---