Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsterpazzòla, sterpàzzola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sterpatˈtsɔla], [sterˈpattsola] 1 συλβία η κοινή Sylvia communis (πουλί) 2 θαμνοτσιροβάκος (πουλί) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |