Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sterpazzòla, sterpàzzola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sterpatˈtsɔla], [sterˈpattsola]

1 συλβία η κοινή Sylvia communis (πουλί)
2 θαμνοτσιροβάκος (πουλί)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sterpame sterpeto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sterolo (ουσ αρσ )
sterpaglia (θηλ.ουσ)
sterpaia (θηλ.ουσ)
sterpaio (ουσ αρσ )
sterpame (ουσ αρσ )
sterpazzola (θηλ.ουσ)
sterpeto (ουσ αρσ )
sterpo (ουσ αρσ )
sterposo (επίθ.)
sterramento (ουσ αρσ )
sterrare (ρ. μτβ.)
sterrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sterratore (ουσ αρσ )
sterro (ουσ αρσ )
stertore (ουσ αρσ )
stertoroso (επίθ.)
sterzante (επίθ.)
sterzare (ρ.αμτβ.)
sterzare (ρ. μτβ.)
sterzata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---