Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstèrpo, stérpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛrpo], [ˈsterpo] 1 αγκάθι 2 ξερή ρίζα 3 ξερό κλαδί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |