Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sterràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sterˈrare]

1 ανασκάβω
2 ανασκάπτω
3 ενεργώ ανασκαφές
4 ανασκάφτω
5 εκσκάπτω
6 διορύσσω
7 εξορύσσω
8 εκχωματώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sterramento sterrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sterpazzola (θηλ.ουσ)
sterpeto (ουσ αρσ )
sterpo (ουσ αρσ )
sterposo (επίθ.)
sterramento (ουσ αρσ )
sterrare (ρ. μτβ.)
sterrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sterratore (ουσ αρσ )
sterro (ουσ αρσ )
stertore (ουσ αρσ )
stertoroso (επίθ.)
sterzante (επίθ.)
sterzare (ρ.αμτβ.)
sterzare (ρ. μτβ.)
sterzata (θηλ.ουσ)
sterzatura (θηλ.ουσ)
sterzo (ουσ αρσ )
stesa (θηλ.ουσ)
steso (ουσ αρσ )
stessere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---