Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stésso  
δεικτικό επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstesso]

1 ίδιος και απαράλλαχτος
2 ολόιδιος
3 ίδιος ακριβώς
4 ίδιος
5 απαράλλακτος

stésso  
δεικτική αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [ˈstesso]

ίδιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stessere stesura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alle stesse condizioni = με ίσους όρους || io stesso [αρσ.] = εγώ ο ίδιος || lo stesso [αρσ.] = (egualmente) το ίδιο || me stesso = τον εαυτό μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sterzatura (θηλ.ουσ)
sterzo (ουσ αρσ )
stesa (θηλ.ουσ)
steso (ουσ αρσ )
stessere (ρ. μτβ.)
stesso (δεικτ. επίθ.)
stesso (δεικτ. αντων.)
stesura (θηλ.ουσ)
stetoscopia (θηλ.ουσ)
stetoscopico (επίθ.)
stetoscopio (ουσ αρσ )
steward (ουσ αρσ )
stia (θηλ.ουσ)
stiancia (θηλ.ουσ)
stibina (θηλ.ουσ)
stick (ουσ αρσ )
sticometro (ουσ αρσ )
sticomitia (θηλ.ουσ)
stiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stiffelius (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---