Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsterilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [steriliˈta] 1 αφορία 2 ακαρπία 3 ανικανότητα για τεκνοποιία 4 στειρότητα 5 αγονία 6 ατοκία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |