Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sterilizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [steriliddzaˈtore]

αποστειρωτής

sterilizzatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [steriliddzaˈtore]

αποστειρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sterilizzato sterilizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sterile (επίθ.)
sterilire (ρ. μτβ.)
sterilità (θηλ.ουσ)
sterilizzare (ρ. μτβ.)
sterilizzato (επίθ.)
sterilizzatore (ουσ αρσ )
sterilizzatore (επίθ.)
sterilizzazione (θηλ.ουσ)
sterilmente (επίρ.)
sterletto (ουσ αρσ )
sterlina (θηλ.ουσ)
sterlineare (ρ. μτβ.)
sterlineatura (θηλ.ουσ)
sterminabile (επίθ.)
sterminare (ρ. μτβ.)
sterminatamente (επίρ.)
sterminatezza (θηλ.ουσ)
sterminato (επίθ.)
sterminatore (ουσ αρσ )
sterminatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---