Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsterilizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sterilidˈdzare] 1 κάνω (έδαφος) άγονο 2 αποστερώ ισχύ ή λειτουργία 3 αποστειρώνω 4 στειρώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |