Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stèrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛriko]

ο σχετικός με τον μοριακό χώρο (χημεία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stereovisore sterile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stereotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
stereotipo (ουσ αρσ )
stereotipo (επίθ.)
stereotropismo (ουσ αρσ )
stereovisore (ουσ αρσ )
sterico (επίθ.)
sterile (επίθ.)
sterilire (ρ. μτβ.)
sterilità (θηλ.ουσ)
sterilizzare (ρ. μτβ.)
sterilizzato (επίθ.)
sterilizzatore (ουσ αρσ )
sterilizzatore (επίθ.)
sterilizzazione (θηλ.ουσ)
sterilmente (επίρ.)
sterletto (ουσ αρσ )
sterlina (θηλ.ουσ)
sterlineare (ρ. μτβ.)
sterlineatura (θηλ.ουσ)
sterminabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---