Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stereotipìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stereotiˈpia]

1 κλισέ στερεοτυπίας
2 στερεοτυπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stereotipato stereotipico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stereoscopio (ουσ αρσ )
stereospecificità (θηλ.ουσ)
stereospecifico (επίθ.)
stereotipare (ρ. μτβ.)
stereotipato (επίθ.)
stereotipia (θηλ.ουσ)
stereotipico (επίθ.)
stereotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
stereotipo (ουσ αρσ )
stereotipo (επίθ.)
stereotropismo (ουσ αρσ )
stereovisore (ουσ αρσ )
sterico (επίθ.)
sterile (επίθ.)
sterilire (ρ. μτβ.)
sterilità (θηλ.ουσ)
sterilizzare (ρ. μτβ.)
sterilizzato (επίθ.)
sterilizzatore (ουσ αρσ )
sterilizzatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---