Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

permalosità (θηλ.ουσ) permissìvo (επίθ.)
permalóso (ουσ αρσ ) pèrmuta (θηλ.ουσ)
permalóso (επίθ.) permutàbile (επίθ.)
permanènte (θηλ.ουσ) permutabilità (θηλ.ουσ)
permanènte (επίθ.) permutàre (ρ. μτβ.)
permanenteménte (επίρ.) permutatóre (ουσ αρσ )
permanènza (θηλ.ουσ) permutazióne (θηλ.ουσ)
permanére (ρ.αμτβ.) pernàcchia (θηλ.ουσ)
permanganàto (ουσ αρσ ) pernìce (θηλ.ουσ)
permeàbile (επίθ.) perniciósa (θηλ.ουσ)
permeabilità (θηλ.ουσ) perniciosità (θηλ.ουσ)
permeànza (θηλ.ουσ) pernicióso (επίθ.)
permeàre (ρ. μτβ.) perniciótto (ουσ αρσ )
permeàsi (θηλ.ουσ) pèrnio (ουσ αρσ )
permeazióne (θηλ.ουσ) pèrno (ουσ αρσ )
permésso (αρσ. επίθ και ουσ) pernottaménto (ουσ αρσ )
perméttere (ρ. μτβ.) pernottàre (ρ.αμτβ.)
permettersi (ρ.μ. (αντων.)) péro (ουσ αρσ )
permiàno (ουσ αρσ ) però (σύνδ.)
permiàno (επίθ.) peróne, pèrone (ουσ αρσ )
pèrmico (ουσ αρσ ) peronèo (επίθ.)
pèrmico (επίθ.) peronìsmo (ουσ αρσ )
permissìbile (επίθ.) peronìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
permissivìsmo (ουσ αρσ ) peronìsta (επίθ.)
permissivìsta (ουσ αρσ και θηλ.) peronòspora (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: