Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

montàto (αρσ. επίθ και ουσ) moràle (επίθ.)
montatóio (ουσ αρσ ) moraleggiàre (ρ.αμτβ.)
montatóre (αρσ. επίθ και ουσ) moralìsmo (ουσ αρσ )
montatùra (θηλ.ουσ) moralìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
montavivànde (ουσ αρσ ) moralìstico (επίθ.)
mónte (ουσ αρσ ) moralità (θηλ.ουσ)
montebiànco (ουσ αρσ ) moralizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Montécchi (κύρ.όν.αρσ πληθ.) moralizzatóre (ουσ αρσ )
montenegrìno (ουσ αρσ ) moralizzatóre (επίθ.)
montenegrìno (επίθ.) moralizzazióne (θηλ.ουσ)
monteprèmi (ουσ αρσ ) moralménte (επίρ.)
montessoriàno (αρσ. επίθ και ουσ) moratòria (θηλ.ουσ)
montgòmery (ουσ αρσ ) moratòrio (επίθ.)
monticàre (ρ.αμτβ.) moràvo, mòravo (ουσ αρσ )
montóne (ουσ αρσ ) moràvo, mòravo (επίθ.)
montuosità (θηλ.ουσ) morbidaménte (επίρ.)
montuóso (επίθ.) morbidézza (θηλ.ουσ)
montùra (θηλ.ουσ) mòrbido (ουσ αρσ )
monumentàle (επίθ.) mòrbido (επίθ.)
monumentalità (θηλ.ουσ) morbìgeno (επίθ.)
monuménto (ουσ αρσ ) morbilità (θηλ.ουσ)
moquette (θηλ.ουσ) morbìllo (ουσ αρσ )
mòra (θηλ.ουσ) mòrbo (ουσ αρσ )
moràle (ουσ αρσ ) morbosaménte (επίρ.)
moràle (θηλ.ουσ) morbosità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: