Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoràle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moˈrale] το ηθικό moràle ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [moˈrale] η ηθική moràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [moˈrale] ηθικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |