Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔra]

1 (di rovo) το βατόμουρο
2 (di gelso) το μούρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moquette morale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

montura (θηλ.ουσ)
monumentale (επίθ.)
monumentalità (θηλ.ουσ)
monumento (ουσ αρσ )
moquette (θηλ.ουσ)
mora (θηλ.ουσ)
morale (ουσ αρσ )
morale (θηλ.ουσ)
morale (επίθ.)
moraleggiare (ρ.αμτβ.)
moralismo (ουσ αρσ )
moralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
moralistico (επίθ.)
moralità (θηλ.ουσ)
moralizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
moralizzatore (ουσ αρσ )
moralizzatore (επίθ.)
moralizzazione (θηλ.ουσ)
moralmente (επίρ.)
moratoria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---