Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoralizzàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [moralidˈdzare] 1 διαπλάθω ηθικά 2 ανεβάζω το φρόνημα 3 ανεβάζω το ηθικό 4 εξετάζω από ηθική σκοπιά 5 ηθικοποιώ 6 ηθικολογώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |