Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


morbidaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [morbidaˈmente]

1 αβρά
2 απαλά
3 λεπτά
4 τρυφερά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moravo morbidezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moralmente (επίρ.)
moratoria (θηλ.ουσ)
moratorio (επίθ.)
moravo (ουσ αρσ )
moravo (επίθ.)
morbidamente (επίρ.)
morbidezza (θηλ.ουσ)
morbido (ουσ αρσ )
morbido (επίθ.)
morbigeno (επίθ.)
morbilità (θηλ.ουσ)
morbillo (ουσ αρσ )
morbo (ουσ αρσ )
morbosamente (επίρ.)
morbosità (θηλ.ουσ)
morboso (επίθ.)
morchella (θηλ.ουσ)
morchia (θηλ.ουσ)
mordacchia (θηλ.ουσ)
mordace (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---