Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmorbosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [morbosiˈta] 1 νοσηρότητα 2 ανθυγιεινότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |