Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


morbosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [morbosiˈta]

1 νοσηρότητα
2 ανθυγιεινότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morbosamente morboso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morbigeno (επίθ.)
morbilità (θηλ.ουσ)
morbillo (ουσ αρσ )
morbo (ουσ αρσ )
morbosamente (επίρ.)
morbosità (θηλ.ουσ)
morboso (επίθ.)
morchella (θηλ.ουσ)
morchia (θηλ.ουσ)
mordacchia (θηλ.ουσ)
mordace (αρσ. επίθ και ουσ)
mordacemente (επίρ.)
mordacità (θηλ.ουσ)
mordente (ουσ αρσ )
mordente (επίθ.)
mordenzare (ρ. μτβ.)
mordenzatura (θηλ.ουσ)
mordere (ρ. μτβ.)
mordicchiare (ρ. μτβ.)
mordigallina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---