Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmordènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [morˈdɛnte] 1 τρίλλος σύντομος (ποίκιλμα) 2 εντατική προσπάθεια 3 διαβρωτική ουσία 4 στερεωτική βαφή 5 επιμονή 6 θεληματικότητα mordènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [morˈdɛnte] 1 καυστικός 2 δηκτικός 3 σαρκαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |