ItalianoGreco


morènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moˈrɛnte]

πρόσωπο που χαροπαλεύει

morènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈrɛnte]

1 ετοιμοθάνατος
2 έτοιμος να πεθάνει
3 μελλοθάνατος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---