Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


morènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moˈrɛnte]

πρόσωπο που χαροπαλεύει

morènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈrɛnte]

1 ετοιμοθάνατος
2 έτοιμος να πεθάνει
3 μελλοθάνατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morena moresco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mordicchiare (ρ. μτβ.)
mordigallina (θηλ.ουσ)
morello (ουσ αρσ )
morello (επίθ.)
morena (θηλ.ουσ)
morente (ουσ αρσ και θηλ.)
morente (επίθ.)
moresco (επίθ.)
moretta (θηλ.ουσ)
moretto (αρσ. επίθ και ουσ)
more uxorio (επίρ.)
morfema (ουσ αρσ )
Morfeo (ουσ αρσ )
morfina (θηλ.ουσ)
morfinismo (ουσ αρσ )
morfinomane (ουσ αρσ και θηλ.)
morfinomania (θηλ.ουσ)
morfogenesi (θηλ.ουσ)
morfogenetico (επίθ.)
morfologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---