Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


morfinòmane  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [morfiˈnɔmane]

Μορφινομανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morfinismo morfinomania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

more uxorio (επίρ.)
morfema (ουσ αρσ )
Morfeo (ουσ αρσ )
morfina (θηλ.ουσ)
morfinismo (ουσ αρσ )
morfinomane (ουσ αρσ και θηλ.)
morfinomania (θηλ.ουσ)
morfogenesi (θηλ.ουσ)
morfogenetico (επίθ.)
morfologia (θηλ.ουσ)
morfologico (επίθ.)
morganaticamente (επίρ.)
morganatico (επίθ.)
morgue (θηλ.ουσ)
moria (θηλ.ουσ)
moribondo (ουσ αρσ )
moribondo (επίθ.)
morigeratezza (θηλ.ουσ)
morigerato (αρσ. επίθ και ουσ)
moriglione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---