Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmorfogènesi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [morfoˈʤɛnezi] 1 μορφογονία 2 μορφογένεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |