ItalianoGreco


morigeràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [moriʤeˈrato]

1 με καλό ηθικό
2 λογικός
3 μετρημένος
4 μετριοπαθής
5 εγκρατής
6 ορθολογικός
7 νηφάλιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---