Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


morigeràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [moriʤeˈrato]

1 με καλό ηθικό
2 λογικός
3 μετρημένος
4 μετριοπαθής
5 εγκρατής
6 ορθολογικός
7 νηφάλιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morigeratezza moriglione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morgue (θηλ.ουσ)
moria (θηλ.ουσ)
moribondo (ουσ αρσ )
moribondo (επίθ.)
morigeratezza (θηλ.ουσ)
morigerato (αρσ. επίθ και ουσ)
moriglione (ουσ αρσ )
morire (ρ.αμτβ.)
morire (ρ. μτβ.)
morirsi (ρ.μ. (αντων.))
morituro (ουσ αρσ )
morituro (επίθ.)
mormone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mormonico (επίθ.)
mormonismo (ουσ αρσ )
mormoramento (ουσ αρσ )
mormorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mormoratore (αρσ. επίθ και ουσ)
mormorazione (θηλ.ουσ)
mormoreggiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---