Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moritùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moriˈturo]

πρόσωπο που πεθαίνει

moritùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moriˈturo]

καταδικασμένος σε θάνατο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morirsi mormone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morigerato (αρσ. επίθ και ουσ)
moriglione (ουσ αρσ )
morire (ρ.αμτβ.)
morire (ρ. μτβ.)
morirsi (ρ.μ. (αντων.))
morituro (ουσ αρσ )
morituro (επίθ.)
mormone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mormonico (επίθ.)
mormonismo (ουσ αρσ )
mormoramento (ουσ αρσ )
mormorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mormoratore (αρσ. επίθ και ουσ)
mormorazione (θηλ.ουσ)
mormoreggiare (ρ.αμτβ.)
mormorio (ουσ αρσ )
moro (ουσ αρσ )
moro (επίθ.)
morosità (θηλ.ουσ)
moroso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---