Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


morosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [morosiˈta]

καθυστερούμενη οφειλή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moro moroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mormorazione (θηλ.ουσ)
mormoreggiare (ρ.αμτβ.)
mormorio (ουσ αρσ )
moro (ουσ αρσ )
moro (επίθ.)
morosità (θηλ.ουσ)
moroso (ουσ αρσ )
moroso (επίθ.)
morsa (θηλ.ουσ)
morsettiera (θηλ.ουσ)
morsetto (ουσ αρσ )
morsicare (ρ. μτβ.)
morsicatura (θηλ.ουσ)
morsicchiare (ρ. μτβ.)
morso (ουσ αρσ )
morsura (θηλ.ουσ)
morta (θηλ.ουσ)
mortadella (θηλ.ουσ)
mortaio (ουσ αρσ )
mortale (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---